τηλεβολοστάσιο

τηλεβολοστάσιο
το, Ν
πυροβολείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεβόλο + -στάσιο (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. μηχανο-στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. τηλεβολοστάσιον, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λιβαδάς, Ευάγγελος — Αγωνιστής του 1821 και Φιλικός, από την Κεφαλονιά. Ήταν μεγαλέμπορος και στις αρχές του 19ου αι. εγκαταστάθηκε στην Πάτρα, όπου γρήγορα μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Διέθεσε μεγάλα ποσά για την οργάνωσή της και συγκρότησε ένα τηλεβολοστάσιο, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”